- ἐμφράξεως
- ἐμφράξεω̆ς , ἔμφραξιςstoppagefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκφραξη — η (Α ἔκφραξις) νεοελλ. διάνοιξη φραγμένου πόρου, ξέφραγμα αρχ. ιατρ. διάνοιξη εμφράξεως … Dictionary of Greek
εκφρακτικός — ἐκφρακτικός, ή, όν (AM) ιατρ. ο κατάλληλος για διάνοιξη εμφράξεως … Dictionary of Greek
στουπί — το / στουπίον, ΝΜ ινώδες συστατικό που παράγεται κατά τον διαχωρισμό ή και το χτένισμα τών υφαντουργικών ινών φλοιού, κυρίως τού λιναριού και τής καννάβεως, και το οποίο χρησιμοποιείται ως υλικό εμφράξεως ρωγμών σε ξύλινα σκάφη, όπου η… … Dictionary of Greek